- σακκοφορικός
- σακκο-φορικός, όν,A of a porter,
μισθοί PFlor.75.21
(iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μισθοί PFlor.75.21
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακκοφορικός — ή, όν, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σακκοφόρο, δηλαδή στον αχθοφόρο 2. το ουδ. ως ουσ. τo σακκοφορικόν φόρος που καταβαλλόταν από τους σακκοφόρους, τους αχθοφόρους … Dictionary of Greek